- Παφλαγων
- ΠαφλαγώνΠαφλᾰγών-όνος ὅ (эп. dat. pl. Παφλαγόνεσσιν) пафлагонец Hom., Xen., Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Παφλαγών — the country masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παφλαγών — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φινέα, από τον οποίο πήρε το όνομά της, κατά την παράδοση, η Παφλαγονία. Π. λεγόταν και ο κάτοικος της αρχαίας Παφλαγονίας. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους Παφλαγόνες ανόητους και η λέξη Π. σήμαινε τον φλύαρο και… … Dictionary of Greek
παφλαγονικά — Παφλαγών the country neut nom/voc/acc pl παφλαγονικά̱ , Παφλαγών the country fem nom/voc/acc dual παφλαγονικά̱ , Παφλαγών the country fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παφλαγονικῶν — Παφλαγών the country fem gen pl Παφλαγών the country masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παφλαγονικόν — Παφλαγών the country masc acc sg Παφλαγών the country neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παφλαγονικαῖς — Παφλαγών the country fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παφλαγονικοῖς — Παφλαγών the country masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παφλαγονικοί — Παφλαγών the country masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παφλαγονικοῦ — Παφλαγών the country masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παφλαγονικούς — Παφλαγών the country masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παφλαγονικῆς — Παφλαγών the country fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)